-
1 заострить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заостренный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.μ.1. οξύνω, κάνω τι, αι,χμηρό, μυτερό ή κοφτερό•заострить колья φτιάχνω μυτερούς τους πασσάλους•
заострить карандаш κάνω μύτη στο μολύβι.
2. μτφ. τονίζω, υπογραμμίζω•заострить внимание на чем-л. εφιστώ την προσοχή σε κάτι.
|| μτφ. κάνω να πάρει, τι, μεγάλες διαστάσεις•заострить вопрос οξύνω το ζήτημα•
заострить мысль οξύνω τη σκέψη (ή το νου).
οξύνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ.